διοργάνωση

διοργάνωση
η (AM διοργάνωσις [διοργανώ
νεοελλ.
το να διοργανώσει κάποιος κάτι
αρχ.-μσν.
απόκτηση οργάνων, διάπλαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διοργάνωση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διοργανώνω: Η διοργάνωση του γάμου έγινε από ειδικό γραφείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… …   Dictionary of Greek

  • διοργανωτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διοργάνωση ή στον διοργανωτή 2. αυτός που έχει ικανότητα στη διοργάνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Περικλή Βέγια] …   Dictionary of Greek

  • Καλλέργης — I Επώνυμο γνωστής κρητικής οικογένειας από την περιοχή Μυλοποτάμου. Από την εποχή της κατάκτησης της Κρήτης από τους Ενετούς (1206), η οικογένεια ήταν η μοναδική με δικαίωμα συμμετοχής στο Consilium majus της ενετικής αριστοκρατίας στον Χάνδακα.… …   Dictionary of Greek

  • Κινγκ, Μάρτιν Λούθερ — (Martin Luther King, Ατλάντα, Τζόρτζια 1929 – Τενεσί, Μέμφις 1968). Αφροαμερικανός πολιτικός, κοινωνικός αγωνιστής και συγγραφέας. Η ζωή και το έργο του Κ. συνδέθηκαν στενά με το φυλετικό πρόβλημα των ΗΠΑ και την ισότητα των Αφροαμερικανών, για… …   Dictionary of Greek

  • Πίσα — Αρχαία πόλη κοντά στο ιερό της Ολυμπίας, από την οποία η περιοχή ονομάστηκε Πασάτις χώρα. Ως ιδρυτής της αναφέρεται ο Πίσος, εγγονός του θεού των ανέμων Αίολου. Η θέση της πόλης με το ένδοξο μυκηναϊκό παρελθόν (βασιλιάς της ήταν ο Οινόμαος) δεν… …   Dictionary of Greek

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αθλοθεσία — η (Α ἀθλοθεσία και τία) [ἀθλοθέτης] νεοελλ. διοργάνωση αγώνων με έπαθλο αρχ. το αξίωμα τού αθλοθέτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”